καλ(ο)

καλ(ο)
(AM καλ[ο]·)
α' συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α' συνθετικό προσδιορίζει το β' συνθετικό, πρβλ. καλό-καρδος, καλο-τάξιδος) με ελάχιστες εξαιρέσεις στις οποίες η σχέση τών δύο συνθετικών είναι παρατακτική (πρβλ. καλο-κ-άγαθος «καλός και αγαθός») ή αναφορική (πρβλ. καλό-βολος «εύκολος ως προς τη βολή, το βόλεμά του»). Εκτός τής σημασίας «καλός / καλά» έχει σε ορισμένες περιπτώσεις τη σημ. «εύκολος / εύκολα» (πρβλ. καλο-βράζω «βράζω εύκολα») καθώς και τη σημ. «εντελώς» (πρβλ. καλο-νυχτώνει «νυχτώνει εντελώς»). Επίσης, σε ορισμένες μεμονωμένες περιπτώσεις, η σημ. τού α' συνθετικού προσαρμόζεται προς εκείνη τού β' συνθετικού (πρβλ. μσν. καλο-ζυγώνω «ζυγώνω προσεκτικά», καλο-πεινώ «πεινώ πολύ»). Τέλος, ενδιαφέρουσα είναι η υποκοριστική σημασία τού καλο- σε ορισμένα σύνθ. που εκφέρονται μόνο σε αρνητικές προτάσεις (πρβλ. δεν καλο-βλέπω «βλέπω λίγο»). Αντιπροσωπευτικά σύνθ. με α' σύνθ. καλ(ο)
είναι μεταξύ άλλων τα ακόλουθα: καλοβάμων, καλοβάστακτος, καλόγηρος, καλοήθης, καλοκάγαθος, καλότροπος, καλόψυχος
αρχ.
καλόβιος, καλόγηρυς, καλογραύς, καλοδιδάσκαλος, καλοείμων, καλοεργέτις, καλοθελής, καλόθριξ, καλοοιώνιστος, καλοκάρφωτος, καλοκέραστος, καλόμαλλος, καλοπλόκος, καλοποιός, καλοπραγώ καλόρ(ρ)ινος, καλοσύμβουλος, καλοτράχηλος, καλοΰφαντος, καλόφυλλος
αρχ.-μσν.
καλόβαθρον, καλοβάτης, καλόγνωμων, καλοθέλεια, καλοπρόσωπος, καλόφρων
μσν.
καλοαγόραστος, καλοαρμάτωτος καλοβασία, καλόγραφος, καλοδιακρίνω, καλοδωρίζω, καλοεπιτήδειος, καλοζυγώνω, καλοήλιξ, καλοθυμούμαι, καλοκαβαλάρης, καλοκατεβαίνω, καλοκέρι, καλομετρώ, καλοπαιδεύω, καλοσκοπώ, καλοστομαχία, καλόστροφος, καλοσυνθετος, καλοϋπόληπτος
μσν.- νεοελλ.
καλοαναθρεμμένος, καλογιός, καλόγνωμος, καλογραμμένος, καλοεμπάλωτος, καλοεργός, καλοκαίρι(ν), καλόκαρδος, καλοκοιτάζω, καλοκρατώ, καλολέ(γ)ω, καλομαθαίνω, καλομοίρης, καλοπαντρεύω, καλοπιάνω, καλοπροαίρετος, καλορ(ρ)ίζικος, καλορωτώ, καλόσαρκος, καλότυχος
νεοελλ.
καλαρέσω, καλοαίματος, καλοβλέπω, καλόβολος, καλογεννώ, καλοδέχομαι, καλοδούλευτος, καλοζωία, καλοθέλω, καλοθρεμμένος, καλοκαμωμένος, καλοκλείνω, καλοκουβεντιάζω, καλομελετώ, καλομεταχειρίζομαι, καλοντύνω, καλοξέρω, καλοξημερώνω, καλοπερνώ, καλόπιοτος, καλόπιστος, καλοπληρώνω, καλοστεκούμενος, καλοσυλλογίζομαι, καλοσυνηθίζω, καλοταΐζω, καλοτάξιδος, καλοφαγάς, καλόχρονος, καλοχώνευτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Καλ' — Καλά̱ , Καλή fem nom/voc/acc dual Καλά̱ , Καλή fem nom/voc sg (doric aeolic) Καλαί , Καλή fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλ' — καλαί , κάλαις precious stone of a greenish blue fem voc sg καλά , καλός beautiful neut nom/voc/acc pl καλά̱ , καλός beautiful fem nom/voc/acc dual καλά̱ , καλός beautiful fem nom/voc sg (doric aeolic) καλέ , καλός beautiful masc voc sg καλαί ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλ — κατά downwards. poetic indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κάλ' — Κάλαι , Κάλαις precious stone of a greenish blue fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλ' — κάλαι , κάλη fem nom/voc pl κάλᾱͅ , κάλη fem dat sg (doric aeolic) κάλε , κάλως reefing rope masc voc sg (epic ionic) κά̱λᾱͅ , κήλη tumour fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιγάριος — καλ(λ)ιγάριος, ὁ (AM) ο υποδηματοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. λατ. caligarius «υποδηματοποιός» < caliga «υπόδημα»] …   Dictionary of Greek

  • καλάινος — και καλλάινος, η, ο και καλ(λ)αγένιος, ια, ιο (Α καλάινος και καλλάινος, η, ον) νεοελλ. κατασκευασμένος ή όμοιος με καλάι, με κασσίτερο αρχ. 1. όμοιος στο χρώμα με κάλαϊν*. δηλ. που έχει χρώμα κυμαινόμενο μεταξύ κυανού και πράσινου,… …   Dictionary of Greek

  • προοπτική — Στη γεωμετρία, η μέθοδος παράστασης των σχημάτων του χώρου με την προβολή τους σε ένα επίπεδο (σχέδιο) από ένα σημείο (κέντρο προβολής είτε όψης). Τέχνη. Mέχρι τον Μεσαίωνα ο λατινικός όρος perspectiva σήμαινε οπτική. Μόνο οι Φλωρεντινοί ζωγράφοι …   Dictionary of Greek

  • καλλ(ι)- — (Μ καλλ[ι] ) α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται το επίθ. καλός σε πολλές λ. κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής, ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συχνότερα το καλ(ο) *. Το καλλ(ι) εμφανίζει αναδιπλασιασμένο λ , η ερμηνεία τού οποίου είναι αβέβαιη.… …   Dictionary of Greek

  • καλλίων — καλλίων, κάλλιον (AM) ωραιότερος, καλύτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο συγκριτικός βαθμός καλλίων και ο υπερθετικός κάλλιστος τού επιθ. καλός εμφανίζουν θ. καλλ με διπλό λ , που είτε οφείλεται στον λεγόμενο «εκφραστικό αναδιπλασιασμό» (προσπάθεια τών ομιλητών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”